Μυκόνοιο

Μυκόνοιο
Μύκονος
it's all one
fem gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυσχεράς — άδος, ἡ, Α (για ακτή) αυτή που έχει πολλά χαλίκια («τύμβος ὑπὸ κνημοῖσι πολυσχέραδος Μυκόνοιο», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ * + σχερός «ακτή» + επίθημα άς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • χεράς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. χεράδες «αἱ τῶν χειμάρρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χέραδος*, ο οποίος έχει σχηματιστεί υστερογενώς από έναν τ. χεραδος, ο οποίος έχει αναγνωσθεί είτε ως χέραδος τής αιτ. πτώσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”